- διακατελέγχομαι
- διακατελέγχομαι, [voice] Med.,A confute thoroughly,
τισί Act.Ap.18.28
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τισί Act.Ap.18.28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διακατελεγχόμενος — διακατελέγχομαι confute thoroughly pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακατελέγχειν — διακατελέγχομαι confute thoroughly pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακατηλέγχετο — διακατελέγχομαι confute thoroughly imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)